- αιμομικτικός
- η , ό[ν] кровосмесительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αιμομικτικός — ή, ό και αιμομεικτικός [αιμομίκτης] ο σχετικός με την αιμομιξία … Dictionary of Greek
αιμομείκτης — αιμομεικτικός, αιμομειξία κ.λπ. βλ. αιμομίκτης, αιμομικτικός, αιμομιξία κ.λπ … Dictionary of Greek
ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε … Dictionary of Greek